μαστοριά

μαστοριά
η (Μ μαστοριά και μαστορία και μαστοργά) [μάστορας]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαστορεύω, μαστόρεμα, επιδιόρθωση, επισκευή («τί μαστοριές έκανες πάλι στην κουζίνα»)
2. μτφ. δεξιοτεχνία, επιμέλεια, επιδεξιότητα, επιτηδειότητα, ικανότητα, μαεστρία με την οποία γίνεται μια πράξη ή ασκείται μια τέχνη (α. «το κλάδεμα τής ελιάς απαιτεί μαστοριά» β. «στη μαστοριά τής σάλπιγγας είχαν μεγάλη χάρη οι καβαλάροι να τες φυσούν, έτσι γλυκιά τσ' έκαναν κ' ελαλούσαν», Ερωτόκρ.)
3. τέχνασμα, επιδεξιότητα που χαρακτηρίζεται από πονηριά, καπατσοσύνη («κατάφερε να ξεφύγει με πολλή μαστοριά»)
μσν.
στρατιωτική ομάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαστοριά — η 1. η ικανότητα του μάστορα, η τεχνική επιδεξιότητα: Έβαψε τους τοίχους με μαστοριά. 2. μτφ., ικανότητα, δεξιοτεχνία: Η μαστοριά της στη ζαχαροπλαστική είναι ασύγκριτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμαστόρευτος — η, ο [μαστορεύω] 1. αυτός που φτιάχτηκε δίχως μαστοριά, ο κακότεχνος 2. αυτός που καταστρώθηκε και εκτελέστηκε αδέξια …   Dictionary of Greek

  • διδασκαλικά — και δασκαλικά επίρρ. (Μ) [διδασκαλικός] με τέχνη, με μαστοριά, επιτήδεια …   Dictionary of Greek

  • επιδεξιότητα — η (AM ἐπιδεξιότης) [επιδέξιος] η ιδιότητα τού επιδέξιου, ικανότητα, ευφυΐα («διὰ τὴν ἐπιδεξιότητα και νουνέχειαν τἀνδρός», Πολύβ.) νεοελλ. τέχνη, μαστοριά (α. «τις επιδεξιότητες τού κονταριού μαθαίνει» β. για ζωγραφιά, «με τόση επιδεξιότητα τήν… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • μανιτζάρω — και μαλιτζάρω χειρίζομαι («το σπαθί να βγάλω απ το φουκάρι, να δεις με πόση μαστοριά θέλω τό μανιτζάρει», Φορτουν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. manizar] …   Dictionary of Greek

  • μαστορεύω — (Μ μαστορεύω και μαστορεύγω) [μάστορας] εργάζομαι σαν να είμαι μάστορας κατασκευάζοντας ή επιδιορθώνοντας κάτι («κάθε Κυριακή όλο και κάτι μαστορεύει στο σπίτι») νεοελλ. 1. κατασκευάζω ή επιδιορθώνω κάτι με επιδεξιότητα, φιλοτεχνώ, καλοδουλεύω 2 …   Dictionary of Greek

  • μαστορικός — ή, ό [μάστορας] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στον μάστορα («μαστορικά σύνεργα») 2. μτφ. (για πράγματα ή και πράξεις) ο καμωμένος με τέχνη και επιδεξιότητα, έντεχνος, καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος («μαστορικό σκάλισμα τού ξύλου»)… …   Dictionary of Greek

  • περισσοτεχνία — η, ΝΑ 1. η υπερβολική ακρίβεια στην τέχνη, η υπερβολική επιτήδευση 2. η μεγάλη μαστοριά, η επιδεξιότητα στην τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. καλλι τεχνία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”